- ὑπερτείνουσα
- ὑπέρ-τείνωstretchpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερτεινούσας — ὑπερτεινούσᾱς , ὑπέρ τείνω stretch pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ὑπερτεινούσᾱς , ὑπέρ τείνω stretch pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… … Dictionary of Greek